συμμετρικότητα

συμμετρικότητα
[-ης (-ητος)] η симметричность; пропорциональность; соразмерность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμμετρικότητα" в других словарях:

  • συμμετρικότητα — η, Ν [συμμετρικός] η ιδιότητα τού συμμετρικού, το να είναι κάτι συμμετρικό …   Dictionary of Greek

  • ισομετρία — η (Α ἰσομετρία) [ισόμετρος] ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»